- αγγειογράφος
- οαυτός που ζωγραφίζει τα αγγεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγείο + -γράφος < γράφω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγειογράφος — ο αυτός που ζωγραφίζει πάνω σε αγγεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βρύγου, ζωγράφος του- — (5ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα με το οποίο είναι γνωστός αγγειογράφος που ζωγράφισε αγγεία στο εργαστήριο του αγγειοπλάστη Β., τα οποία φέρουν την επιγραφή «Βρύγος εποίησε». Κατά την άποψη άλλων ερευνητών, ο Β. ήταν και αγγειοπλάστης και… … Dictionary of Greek
Πειθίνιος — Αθηναίος αγγειογράφος του 6ου αι. π.Χ. Έγινε γνωστός από μια ενυπόγραφη ερυθρόμορφη κύλικα που ανακαλύφθηκε στο Βούλτσι της Ιταλίας και βρίσκεται στο Μουσείο του Βερολίνου. Έχει ύψος 0,13 μ. και διάμετρο 0,34 μ. και στην εξωτερική της επιφάνεια… … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
Κόλχος — (6oς; αι. π.Χ.). Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος από την Αττική. Είναι γνωστός μόνο από ένα μελανόμορφο αγγείο, που βρέθηκε στη Βούλκα και εκτίθεται στο Μουσείο του Βερολίνου. * * * ο θηλ. Κολχίδα (AM Κόλχος, θηλ. Κολχίς, ίδος) κάτοικος τής… … Dictionary of Greek
Λυδός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Λυδίας. Η περιοχή ονομάστηκε έτσι από αυτόν, ενώ ονομαζόταν μέχρι τότε Μαιονία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βασίλευε πριν από τη δυναστεία των Ηρακλειδών, ενώ ο Στράβων αναφέρει ότι ο Λ … Dictionary of Greek
Σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… … Dictionary of Greek
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αγγειογραφία — Η σκιαγραφική απεικόνιση των κλάδων ενός αγγειακού στελέχους μετά από έγχυση σκιερής ουσίας μέσα στο αγγείο. Η έγχυση της σκιερής ουσίας γίνεται είτε απευθείας με διαδερμική παρακέντηση του αγγείου είτε κατόπιν εισαγωγής ειδικού λεπτού καθετήρα.… … Dictionary of Greek
ανάλατος — Τοποθεσία μεταξύ Αθήνας και Φαλήρου, κοντά στη λεωφόρο Συγγρού. Τον Απρίλιο του 1827 έγινε εκεί σφοδρή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Στη μάχη έλαβαν μέρος πολλοί οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που είχε καταστρώσει… … Dictionary of Greek